Με εξοπλισμό που χρησιμοποιείται στα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα (ΗΕΓ) παρατηρήθηκε η επίδραση του κακού σήματος κινητού στο stress, στη δραστηριότητα του εγκεφάλου εθελοντών που είχαν δηλώσει συμμετοχή σε έρευνα στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας, προκειμένου να γίνει κατανοητό τι πιστεύουν οι συνδρομητές κινητών ευρυζωνικών δικτύων όταν είναι κακή η ποιότητα του δικτύου.
Το αποτέλεσμα έδειξε ότι ακόμα και οι μικρές καθυστερήσεις και διαταραχές στην ποιότητα του σήματος ανεβάζουν τα επίπεδα έντασης και στρες και επιδρούν αρνητικά στην αφοσίωση των συνδρομητών και στη φήμη του παρόχου. Στην έρευνα που ολοκληρώθηκε αυτήν την εβδομάδα, η Ericsson (NASDAQ: ERIC) και η Vodafone Γερμανίας χρησιμοποίησαν τη νευροεπιστήμη για να κατανοήσουν τι πιστεύουν οι συνδρομητές κινητών ευρυζωνικών δικτύων όταν είναι κακή η ποιότητα του δικτύου.
Από τους συνδρομητές που συμμετείχαν στη μελέτη ζητήθηκε να ολοκληρώσουν 13 συγκεκριμένες εργασίες σε 10 λεπτά με χρήση smartphone, ενώ γινόταν προσομοίωση υποβάθμισης της ποιότητας υπηρεσίας – κακό σήμα κινητού. Στις εργασίες περιλαμβάνονταν συνήθεις ενέργειες, όπως περιήγηση στο διαδίκτυο, ροή (streaming) βίντεο και ανάρτηση φωτογραφιών selfie. Πέραν του εξοπλισμού ΗΕΓ, χρησιμοποιήθηκαν όργανα ανίχνευσης των ματιών και μετρητές καρδιακού παλμού με στόχο την παρακολούθηση του σφυγμού και της διατήρησης της προσοχής των συνδρομητών.
Η Vodafone είναι η πρώτη εταιρεία, τόσο στην αγορά της όσο και παγκοσμίως, που χρησιμοποίησε νέες μεθόδους μελέτης των συναισθημάτων των καταναλωτών σε συνεργασία με την Ericsson.
Ο Guido Weißbrich, Δειυθυντής Επιδόσεων Δικτύου της Vodafone Γερμανίας, δήλωσε: «Η έρευνα αποδεικνύει πόσο γρήγορα νιώθουν ανικανοποίητοι οι συνδρομητές όταν ένα ευρυζωνικό δίκτυο υστερεί σε σχέση με τις καλύτερες δυνατές επιδόσεις του. Μια καθυστέρηση του ενός μόλις λεπτού κατά τη λήψη ή αποστολή περιεχομένου έχει σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στην εμπειρία του χρήστη, οπότε οι υπηρεσίες ροής περιεχομένου πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγουν το «πάγωμα» του περιεχομένου ή τη μακρόχρονη παραμονή του σε προσωρινή μνήμη τύπου buffer.»
Για να εξεταστεί ο αντίκτυπος στην αφοσίωση των πελατών και στην αντίληψη που είχαν για τον πάροχο, η έρευνα συνοδευόταν από ερωτηματολόγιο το οποίο οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν πριν και μετά την εκτέλεση των εργασιών.
Ο Bradley Mead, επικεφαλής του τμήματος Managed Services and Network Design and Optimization στην επιχειρηματική μονάδα Network Services της Ericsson, δήλωσε: «Οι πάροχοι πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβουν πώς νιώθουν πραγματικά οι άνθρωποι για τις υπηρεσίες που τους παρέχουν και πώς αυτό επηρεάζει την καθημερινή τους ζωή. Τώρα πλέον διαθέτουμε πολύτιμα δεδομένα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτιστοποίηση και τον σχεδιασμό δικτύων έτσι ώστε να προσφέρουν την καλύτερη δυνατή εμπειρία κατά τη χρήση δημοφιλών εφαρμογών.»
Η βαθιά κατανόηση που προήλθε από το ερευνητικό αυτό έργο οδήγησε την Ericsson να προσθέσει τη «Νευρομετρική Ανάλυση Ericsson» (Ericsson Neurometric Analysis) στο χαρτοφυλάκιο λύσεών της για τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας από εφαρμογές. Η νέα αυτή προσφορά θα είναι διαθέσιμη σε όλους τους παρόχους διεθνώς.
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο Ericsson Neurometric Analysis.
Subscribe to our newsletter!